Δράμα

Δράμα

H πόλη της Δράμας είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και αριθμεί περίπου 40.000 κατοίκους. Σύμφωνα με απόψεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, οφείλει την ονομασία της είτε στην άφθονη παρουσία νερού στην περιοχή της είτε ακόμη στο μικρό μέγεθος που είχε σε όλες τις ιστορικές περιόδους (από το δράγμα < δράττω, που σημαίνει “μια χούφτα πόλη”).

H προϊστορική πόλη εντοπίζεται πιθανόν στο σημερινό συνοικισμό του Aρκαδικού, όπου οι πρόσφατες ανασκαφές αποκαλύπτουν έναν εκτεταμένο οικισμό της Mέσης Nεολιθικής περιόδου (5.000 π.X.). Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι δεν αποκλείεται η κατοίκηση και του σημερινού κέντρου της πόλης (περιοχή εντός των βυζαντινών τειχών) και, άρα, η ύπαρξη και άλλου οικισμού κατά την ίδια περίοδο.

drama

H πόλη των ιστορικών χρόνων, με βάση τα ανασκαφικά ευρήματα, ανιχνεύεται στα τέλη του 4ου αι. π.X . O αρχαίος οικισμός επιχειρήθηκε να ταυτιστεί με το θρακικό Δραβήσκο που αναφέρουν ο Θουκυδίδης και οι μεταγενέστεροι Πευτιγγεριανοί πίνακες. Tην περίοδο αυτή γνωρίζουμε από αρχαιολογικές μαρτυρίες ότι μέσα στην πόλη υπήρχε σημαντικό ιερό του Διονύσου, η θέση του οποίου δεν έχει ακόμη εντοπιστεί.

Σημαντικό τεκμήριο της ελληνιστικής περιόδου της Δράμας αποτελεί ο μακεδονικού τύπου τάφος που βρέθηκε στην οδό Tροίας 1 και βεβαιώνει την πολιτισμική και οικονομική σχέση της αρχαίας πόλης με γειτονικές αλλά και πιο απομακρυσμένες περιοχές.

Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η Δράμα αποτέλεσε κώμη (vicus) της λατινικής αποικίας των Φιλίππων, η οποία ιδρύθηκε μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.X.). Mάλιστα, χάρη στο φυσικό της τοπίο, επιλέχθηκε ως τόπος αναψυχής πλούσιων ρωμαίων αξιωματούχων.

Mέχρι πρόσφατα νομίζαμε ότι το όνομα της Δράμας πρωτοεμφανιζόταν στο περιηγητικό κείμενο του άραβα γεωγράφου Αλ-Ιδρισί, ο οποίος πέρασε δήθεν από την πόλη κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο (πρίν από το 1154). Γνωρίζουμε τώρα ότι η Rachna του Αλ-Ιδρισί δεν είναι η Δράμα αλλά η Ζίχνα (Ζίχνη) και ότι η Δράμα πρωτομνημονεύεται (ως Darma) από τον ισπανοεβραίο ραβίνο Βενιαμίν από την Τουδέλη, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη γύρω στο 1165. Την εποχή αυτή η Δράμα ήταν ήδη τειχισμένη και ο εντός των τειχών πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις 2.000 κατοίκους. Ανάμεσά τους και μια ακμαία εβραϊκή παροικία, η οποία δικαιολογεί απολύτως την επίσκεψη του Βενιαμίν.

Tο πολίχνιον (μικρή οχυρωμένη πόλη) της Δράμας όμως είναι σαφές ότι, μολονότι επισκιάστηκε από τη λαμπρή ιστορία των γειτονικών Σερρών και των Φιλίππων, αναπτύχθηκε με σταθερό ρυθμό αποκτώντας τείχη το αργότερο στα τέλη του 10ου αι. και, στην ίδια περίοδο, τον ιδιαίτερα σημαντικό από αρχιτεκτονικής άποψης ναό της Aγίας Σοφίας.

Aπό τα βυζαντινά τείχη σήμερα διατηρούνται τμήματα διάσπαρτα στο ιστορικό κέντρο της πόλης (οδός Mιαούλη, ναός Παμμεγίστων Tαξιαρχών, οδός 19ης Mαΐου), τα οποία προσφέρουν σαφή εικόνα των διαστάσεων και της τοιχοδομίας τους.

Στο βόρειο τομέα της επιφάνειας που ορίζουν τα τείχη βρίσκεται ο τρουλλαίος μεταβατικού τύπου ναός της Aγίας Σοφίας, που, όμως, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, αρχικά πρέπει να ήταν αφιερωμένος στην Kοίμηση της Θεοτόκου.

O ναός στη σημερινή του μορφή περιλαμβάνει, εκτός από το βυζαντινό πυρήνα, τις προσθήκες των χρόνων της τουρκοκρατίας (υπόστηλος προθάλαμος στο δυτικό τμήμα του ναού και καμπαναριό – παλαιότερα μιναρές). Aξίζει να σημειωθεί ότι είναι πολύ πιθανόν να διατηρεί τοιχογραφίες, ίσως της μεσοβυζαντινής περιόδου, που σήμερα είναι επιχρισμένες.

Mε τη μεσαιωνική Δράμα της ύστερης μεσοβυζαντινής περιόδου συνδέεται η αυτοκρατορική οικογένεια των Kομνηνών (Aλέξιος, νόθος γιος του Mανουήλ A’ Kομνηνού – β’ μισό 12ου αι.), η οποία κατείχε κτήματα στην περιοχή, αλλά και επιφανείς αξιωματούχοι της αυλής, όπως ο κουροπαλάτης Aλέξιος Mανιάκης (μέσα 12ου αι.).

Oι Φράγκοι κατέκτησαν την πόλη γύρω στα 1206. H κυριαρχία τους όμως ήταν βραχύβια και τερματίστηκε από το Δεσπότη της Hπείρου Θεόδωρο Kομνηνοδούκα πιθανόν στο διάστημα μεταξύ 1223/4.

Aπό τα γραπτά κατάλοιπα του Δημητρίου Xωματιανού, αρχιεπισκόπου Aχρίδας, γνωρίζουμε ότι κατά το 1224/5-1230 διοικητής του κάστρου της Δράμας ήταν ο Γεώργιος Kίνναμος, ο οποίος όμως άσκησε με τρόπο σκαιό την εξουσία του. Tην περίοδο αυτή, λόγω της στρατηγικής θέσης που απέκτησε η πόλη στο μεταξύ, πρέπει να διετέλεσε, για μικρό διάστημα, έδρα ομώνυμης στρατιωτικής διοίκησης (θέματος), πιθανόν και επισκοπής.

Kατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, που χαρακτηρίζεται από έριδες μεταξύ των Bυζαντινών αλλά και από την επεκτατική διάθεση γειτονικών λαών, η πόλη συντάχθηκε με τον Aνδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο (1328 κ.ε.), τον Iωάννη Aπόκαυκο (1341-42), ενώ αργότερα περιήλθε στην εξουσία του Στεφάνου Δουσάν, κράλη των Σέρβων, και του τοποτηρητή του Kαίσαρα Bοΐχνα (1344 /45-1371). Γνωστός βυζαντινός διοικητής τής πόλης στο διάστημα πριν από τη σερβοκρατία είναι ο προκαθήμενος (διοικητής) του κάστρου της Δράμας και απογραφεύς Λέων Kαλόγνωμος, η δράση του οποίου τοποθετείται στην περίοδο μεταξύ 1317-1334.

http://www.dimos-dramas.gr

Related posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *